Published On: April 9, 2020

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη στην έκδοση σύστασης σχετικά με τη χρήση μιας κοινής «εργαλειοθήκης» της Ένωσης  που θα αφορά τη χρήση της τεχνολογίας και των δεδομένων των πολιτών , ιδίως όσον αφορά εφαρμογές φορητών συσκευών όπως επίσης  και τη χρήση ανωνυμοποιημένων δεδομένων κινητικότητας, με σκοπό την καταπολέμηση της κρίσης COVID-19 αλλά και την έξοδο από αυτή.

Η Επιτροπή στην πρόταση της αρχικά επισημαίνει ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες και ψηφιακά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο για την ενημέρωση του κοινού και τη στήριξη των αρμόδιων δημόσιων αρχών στις προσπάθειές τους να περιορίσουν τη διασπορά του ιού αλλά και  για την παροχή της δυνατότητας στους οργανισμούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης να ανταλλάσσουν δεδομένα υγείας. Για την αποτελεσματικότητα ωστόσο των μέτρων που συνοδεύουν τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας απαιτείται η εφραμογή μίας ενιαίας προσέγγισης από τα κράτη μέλη εφόσον  μια αποσπασματική και μη συντονισμένη πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές ζημίες στην ενιαία αγορά, στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώοων όπως είναι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Η εν λόγω προσέγγιση θα πρέπει να στηρίξει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ιδίως τις υγειονομικές αρχές, παρέχοντάς τους επαρκή και ακριβή δεδομένα για την κατανόηση της εξέλιξης και της διασποράς του ιού της νόσου COVID-19, καθώς και των επιπτώσεών του. Ομοίως, οι τεχνολογίες αυτές θα μπορούν να επιτρέψουν στους πολίτες να λάβουν αποτελεσματικά και πιο στοχευμένα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης αλλά και να  διευκολύνουν την ιατρική τους  παρακολούθηση.

Αναφορικά με τη χρήση των εφαρμογών από τις υγεινομικές αρχές  για σκοπούς ιχνηλάτησης επαφών  μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό αποκλιμάκωσης της νόσου. Η ιχνηλάτηση των επαφών σημαίνει ότι οι αρχές δημόσιας υγείας εντοπίζουν ταχέως όλες τις επαφές επιβεβαιωμένου κρούσματος της νόσου COVID-19, τους ζητούν να απομονωθούν, υποβάλλονται ταχέως σε τεστ και τους απομονώνουν σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων. Επιπλέον, τα ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα που προέρχονται από τις εν λόγω εφαρμογές, σε συνδυασμό με πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις της νόσου, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων τήρησης φυσικής απόστασης και των μέτρων της κοινότητας. Οι εφαρμογές αυτές έχουν προφανή χρησιμότητα για τα κράτη μέλη, και επίσης μπορούν  να προσφέρουν προστιθέμενη αξία στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου των Νόσων (ECDC). Τα δεδομένα αυτά θα μπορούν να παρέχονται στο ECDC εβδομαδιαίως, σε συγκεντρωτική μορφή [π.χ. αριθμός κρουσμάτων γριπώδους συνδρομής (ILI) ή οξείας αναπνευστικής λοίμωξης (ARI) ανά εβδομάδα, ανά ηλικιακή ομάδα, από το σύνολο του πληθυσμού που καλύπτεται από τους ιατρούς παρατηρητές νοσηρότητας]. Αυτό θα επιτρέψει στις εθνικές αρχές και στο ECDC να εκτιμήσουν τη θετική προγνωστική αξία των αναπνευστικών συμπτωμάτων σε μια δεδομένη κοινότητα, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό πληροφορίες για το επίπεδο διάδοσης του ιού με βάση τα δεδομένα της εφαρμογής.

Όπως αναφέρθηκε όμως, οι εφαρμογές μπορεί αποτελέσουν πολύτιμο εργαλείο και για τους πολίτες. Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθούν ιατροτεχνολογικά προϊόντα όταν προορίζονται από τον κατασκευαστή να χρησιμοποιηθούν, μεταξύ άλλων, για διάγνωση, πρόληψη, παρακολούθηση, πρόβλεψη, πρόγνωση, θεραπεία ή ανακούφιση της ασθένειας. Ως εκ τούτου, αξίζει να τονίσουμε ότι θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/745 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου7 ή της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Η αποτελεσματικότητα αυτών των εφαρμογών για φορητές συσκευές εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνεται ο βαθμός διείσδυσης στους χρήστες, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που χρησιμοποιεί φορητή συσκευή και, μεταξύ αυτών, το ποσοστό, του πληθυσμού το οποίο τηλεφορτώνει την εφαρμογή και έχει συναινέσει στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν και δεν έχει ανακαλέσει τη συγκατάθεση αυτή. Θα πρέπει επίσης οι πολίτες να αισθανονται εμπιστοσύνη  ότι τα δεδομένα θα προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα ασφάλειας.

Δεδομένου λοιπόν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε ορισμένες χώρες, όπως ο γεωεντοπισμός ατόμων, η χρήση τεχνολογίας για την αξιολόγηση του επιπέδου κινδύνου ενός ατόμου για την υγεία και η κεντρική διαχείριση ευαίσθητων δεδομένων, εγείρουν ζητήματα από τη σκοπιά διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της ΕΕ, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχει καταστεί αναγκαία μια κοινή προσέγγιση της Ένωσης στην κρίση της νόσου COVID-19.

Η διαδικασία που θεσπίζεται με την πρόταση της επιτροπής όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών μέσων, η οποία αναφέρεται ως «εργαλειοθήκη», συνίσταται σε πρακτικά μέτρα για την αποτελεσματική χρήση τεχνολογιών και δεδομένων, με ιδιαίτερη έμφαση σε δύο τομείς:

Ο πρώτος, αφορά τη χρήση εφαρμογών για φορητές συσκευές, που θα συντονίζεται σε ενωσιακό επίπεδο, ώστε να δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να λαμβάνουν αποτελεσματικά και πιο στοχευμένα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, καθώς και να επιτρέπει την προειδοποίηση, την πρόληψη και την ιχνηλάτηση επαφών, συμβάλλοντας στον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου COVID-19. Η προσέγγιση αυτή θα περιλαμβάνει μεθοδολογία για την παρακολούθηση και την ανταλλαγή εκτιμήσεων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εν λόγω εφαρμογών, τη διαλειτουργικότητά τους και τις διασυνοριακές τους επιπτώσεις, καθώς και τον σεβασμό που επιδεικνύουν στην ασφάλεια, την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων. Ο δεύτερος αφορά τη λειτουργία ενός κοινού συστήματος για τη χρήση ανωνυμοποιημένων και συγκεντρωτικών δεδομένων σχετικά με την κινητικότητα των πληθυσμών με στόχο i) την ανάπτυξη μοντέλων και την πρόβλεψη της εξέλιξης της νόσου, ii) την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της λήψης αποφάσεων από τις αρχές των κρατών μελών για μέτρα όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση και ο εγκλεισμός, και iii) τη θεμελίωση συντονισμένης στρατηγικής εξόδου από την κρίση COVID-19.

Όσον αφορά τον πρώτο τομέα, για την ανάπτυξη της εργαλειοθήκης, τα κράτη μέλη, τα οποία εκπροσωπούνται στο δίκτυο eHealth, θα πρέπει να συνεδριάσουν αμέσως, και κατόπιν τακτικά, με εκπροσώπους της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και ασφάλειας με τρόπο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωή.

Επίσης, θα πρέπει, κατά περίπτωση, να ενημερώνουν και να συμβουλεύονται την επιτροπή υγειονομικής ασφάλειας, τον φορέα ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, την ομάδα συνεργασίας για την ασφάλεια δικτύων και πληροφοριών και τους σχετικούς οργανισμούς της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων του ENISA.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει επίσης να συμμετέχουν ενεργά ώστε να διασφαλίζεται ότι η εργαλειοθήκη ενσωματώνει τις αρχές για την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής ήδη από τον σχεδιασμό.

Οι αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζουν τακτική, σαφή και ολοκληρωμένη επικοινωνία με το κοινό σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα σύσταση και να παρέχουν ευκαιρίες αλλελεπίδρασης με το κοινό και συμμετοχής του στις συζητήσεις.

Ύψιστη σημασία σε όλη τη διαδικασία θα πρέπει να έχει ο σεβασμός όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως της ιδιωτικής ζωής, καθώς και η προστασία των δεδομένων και η αποφυγή κάθε επιτήρησης και στιγματισμού.

Ως εκ τούτου, η εργαλειοθήκη θα πρέπει:

(1) να περιορίζει αυστηρά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της καταπολέμησης της κρίσης COVID-19 και να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, όπως η επιβολή του νόμου ή για εμπορικούς σκοπούς·

(2) να διασφαλίσει τακτική επανεξέταση της συνεχιζόμενης ανάγκης για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση της κρίσης COVID-19 και να καθορίσει κατάλληλες ρήτρες λήξης ισχύος, ώστε να διασφαλιστεί ότι η επεξεργασία δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για τους σκοπούς αυτούς·

(3) να λάβει μέτρα για να διασφαλιστεί ότι η επεξεργασία θα καταργηθεί στην πράξη, από τη στιγμή που δεν θα είναι πλέον απολύτως απαραίτητη, και ότι τα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα καταστραφούν αμετάκλητα, εκτός εάν, σύμφωνα με τις συμβουλές των επιτροπών δεοντολογίας και των αρχών προστασίας δεδομένων, η επιστημονική τους αξία στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος αντισταθμίζει τον αντίκτυπο ως προς τα εν λόγω δικαιώματα, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων.

Ο δεύτερος τομέας της διαδικασίας θέτει ως προτεραιότητα την κοινή προσέγγιση για τη χρήση των ανωνυμοποιημένων και συγκεντρωτικών δεδομένων κινητικότητας που είναι αναγκαία για:

(1) την ανάπτυξη μοντέλων με σκοπό τη χαρτογράφηση και την πρόβλεψη της διάδοσης της νόσου και των επιπτώσεών της στις ανάγκες των συστημάτων υγείας των κρατών μελών, όπως, ενδεικτικά, στον τομέα των μονάδων εντατικής θεραπείας σε νοσοκομεία και των μέσων ατομικής προστασίας· και

(2) την βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων για την ανάσχεση της διάδοσης του ιού της νόσου COVID-19 και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών του, συμπεριλαμβανομένου του εγκλεισμού (και της άρσης του εγκλεισμού), καθώς και για την απόκτηση και χρήση των δεδομένων αυτών.

Κατά την ανάπτυξη αυτής της προσέγγισης, τα κράτη μέλη (που εκπροσωπούνται στο δίκτυο eHealth, το οποίο θα συντονίζεται με την επιτροπή υγειονομικής ασφάλειας, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων –ECDC– και, εάν χρειάζεται, το ENISA), θα πρέπει να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές σχετικά με τη χρήση των δεδομένων κινητικότητας, να ανταλλάσσουν και να συγκρίνουν μοντέλα και προβλέψεις για τη διάδοση του ιού και να παρακολουθούν τον αντίκτυπο των μέτρων που αποβλέπουν στον περιορισμό της διάδοσής του.  Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει:

(1) κατάλληλη χρήση ανώνυμων και συγκεντρωτικών δεδομένων κινητικότητας με σκοπό την ανάπτυξη μοντέλων, αφενός, για την κατανόηση του τρόπου διασποράς του ιού και, αφετέρου, για τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης·

(2) παροχή συμβουλών στις δημόσιες αρχές, ώστε να ζητούν από τους παρόχους των δεδομένων τη μεθοδολογία που έχουν εφαρμόσει για την ανωνυμοποίηση των δεδομένων και να διενεργούν δοκιμή ευλογοφάνειας της εφαρμοζόμενης μεθοδολογίας·

(3) θέσπιση διασφαλίσεων για την πρόληψη της άρσης της ανωνυμίας και την αποφυγή εκ νέου ταυτοποιήσεων ατόμων, συμπεριλαμβανομένων εγγυήσεων ως προς το επαρκές επίπεδο ασφάλειας δεδομένων και ασφάλειας ΤΠ, καθώς και αξιολόγηση των κινδύνων εκ νέου ταυτοποιήσεων κατά τον συσχετισμό των ανωνυμοποιημένων δεδομένων με άλλα δεδομένα·

(4) άμεση και μη αναστρέψιμη διαγραφή όλων των δεδομένων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία εκ παραδρομής και με τα οποία μπορεί να γίνει ταυτοποίηση ατόμων, και ενημέρωση τόσο των παρόχων των δεδομένων όσο και των αρμόδιων αρχών για την εκ παραδρομής επεξεργασία και διαγραφή·

(5) διαγραφή των δεδομένων κατ’ αρχήν ύστερα από περίοδο 90 ημερών ή, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο όταν ανακοινωθεί ότι η πανδημία βρίσκεται υπό έλεγχο· και

(6) περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων αποκλειστικά για τους σκοπούς που αναφέρονται ανωτέρω και αποκλεισμός της ανταλλαγής των δεδομένων με οποιονδήποτε τρίτο.

Η πανευρωπαϊκή προσέγγιση σχετικά με τις εφαρμογές για φορητές συσκευές COVID-19 θα δημοσιευθεί στις 15 Απριλίου και θα συμπληρωθεί με κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

 

Κοινοποιήστε αυτό το άρθρο

Leave A Comment